- σαγίτα
- και σαγίττα, η, ΝΜβλ. σαΐτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτοσαγίτα — και ερωτοσαΐτα, η το βέλος, η σαΐτα τού έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρωτας + σαγίτα ή σαΐτα] … Dictionary of Greek
σαΐτα — σαΐτα, η και σαγίτα, η (λ. λατ.) 1. βέλος τόξου: Χτύπησε το θήραμα με τη σαΐτα. 2. θήκη της κλωστής στον αργαλειό ή στη ραπτομηχανή: Πέτα, σαΐτα μου γοργή (δημ. τραγ.). 3. πλάστης ζυμώματος, πλαστήρι. 4. σαΐτα νερού, νεραύλακο. 5. είδος φιδιού. 6 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)